θυμοβόρος

θυμοβόρος
θῡμο-βόρος, ον, ([etym.] βιβρώσκω, βορά)
A eating the heart,

θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58

, al.;

λύα Alc.Supp.23.10

;

Κῆρες A.R.4.1666

; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag.103 (anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θυμοβόρος — ο (Α θυμοβόρος, ον) αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην. β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος, σαρκο βόρος) …   Dictionary of Greek

  • θυμοβόρος — θῡμοβόρος , θυμοβόρος eating the heart masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοβόρον — θῡμοβόρον , θυμοβόρος eating the heart masc/fem acc sg θῡμοβόρον , θυμοβόρος eating the heart neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοβόρω — θῡμοβόρω , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut nom/voc/acc dual θῡμοβόρω , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βορά — η (AM βορά) η τροφή, κυρίως για σαρκοφάγα ζώα αρχ. 1. οποιαδήποτε τροφή 2. φρ. «γαστρὸς βορά» λαιμαργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βορά (τραγικοί, Ηρόδ., Αριστοτ.) αποτελεί όνομα δηλωτικό δράσεως που ανάγεται σε αρχική ινδοευρ. ρίζα *gwer «καταπίνω,… …   Dictionary of Greek

  • θυμο- — (ΑΜ θυμό ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό χαρακτηρίζει (πρβλ. θυμο βαρής, θυμο λέων) ή χαρακτηρίζεται (πρβλ. θυμό βολώ, θυμό κλωστος) ή αναφέρεται (πρβλ. θυμο ειδής, θυμο κάτοχος) στον θυμό, με τη σημασία είτε τού «ψυχή» (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θυμοβορώ — θυμοβορῶ, έω (Α) [θυμοβόρος] κατατρώγω, φθείρω την καρδιά («πεφύλαξο... ἀλεύασθαι... ἄλγεα θυμοβορεῑν» πρόσεξε να εμποδίζεις τις θλίψεις να σού φθείρουν την καρδιά, Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • θυμοβόροι — θῡμοβόροι , θυμοβόρος eating the heart masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοβόροιο — θῡμοβόροιο , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοβόροις — θῡμοβόροις , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυμοβόροισι — θῡμοβόροισι , θυμοβόρος eating the heart masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”